- εὐβουλέως
- εὐβουλέω̆ς , εὐβουλεύςhe of good counselmasc gen sgεὐβουλεύςhe of good counselmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐβουλέως — Εὐβουλέω̆ς , Εὐβουλεύς he of good counsel masc gen sg Εὐβουλεύς he of good counsel masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… … Dictionary of Greek